ορθοτονώ

ορθοτονώ
(Α ὀρθοτονῶ, -έω) [ορθότονος]
τονίζω κάτι σωστά
νεοελλ.
παθ. ορθοτονούμαι
διατηρώ τον τόνο μου, δεν υφίσταμαι έγκλιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορθοτόνηση — η (Α ὀρθοτόνησις) [ορθοτονώ] ο ορθός τονισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”